δρόμων

δρόμων
Πλοίο με κουπιά και ιστία που χρησιμοποίησε το βυζαντινό ναυτικό κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι δ., που κατά τον 6o αι. αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα του στόλου του Ναρσή και του Βελισάριου, ήταν πλοία πιο γρήγορα και με περισσότερες ναυτικές ικανότητες από τις βαριές τριήρεις της κλασικής εποχής, από τις οποίες προήλθαν. Ο δ. είχε μήκος 40-60 μ. και πλάτος 7-10 μ. Διέθετε 50 κουπιά σε δύο σειρές σε κάθε πλευρά και έναν ή δύο ιστούς με τετράγωνα ιστία. Για να κάνουν τα σκάφη αυτά πιο ευέλικτα και αποτελεσματικά στη μάχη, προσέθεταν ελαφρές υπερκατασκευές στην πλώρη και στην πρύμνη, από τις οποίες εξαπέλυαν επιθέσεις κατά των εχθρικών μονάδων με εκηβόλα όπλα και με εμπρηστικές ύλες. Μετά τον 9o αι., με την εμφάνιση της γαλέρας, της οποίας υπήρξε ο πρόδρομος, ο δ. εξαφανίστηκε οριστικά από τις θάλασσες. Δρόμωνες σε ψηφιδωτό του Αγίου Απολλινάριου του Νέου, στη Ραβένα.
* * *
ο (AM δρόμων)
νεοελλ.
πολεμικό ή εμπορικό ιστιοφόρο πλοίο, κορβέτα
αρχ.-μσν.
ελαφρό πολεμικό πλοίο
αρχ.
είδος καρκίνου, κάβουρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δρομῶν — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμων — δρόμος course masc gen pl δρόμων a light vessel masc nom/voc sg δρομόω hasten imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δρομόω hasten imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομῶν — δρομή fem gen pl δρομόω hasten pres part act masc voc sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres part act masc nom sg δρομόω hasten pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομώνων — δρόμων a light vessel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμωνα — δρόμων a light vessel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμωνας — δρόμων a light vessel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμωνες — δρόμων a light vessel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμωνι — δρόμων a light vessel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμωνος — δρόμων a light vessel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμωσι — δρόμων a light vessel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”